Υπήρξαν στιγμές στον βίο μας, εμάς των αγοριών, που ο καθένας έφευγε κρυφά από τον άνθρωπό του, για δυο, τρεις νύχτες σαν κλέφτης (με περίτεχνα ή θλιβερά ψέμματα), βάζοντας σημάδι στο χάρτη για έναν τόπο όπου πάντα λαχταρούσε να πάει, εκεί που ήταν σίγουρος (ή έτσι ήλπιζε, έτσι σχεδίαζε τουλάχιστον) πως θα υποδυόταν λίγες μέρες κάποιον «άλλον», που θα ‘ταν αόρατος από τον ξεχρωμιασμένο και χλιαρό κόσμο της μαρμότας τριγύρω.
Εκεί κανείς δεν θα μπορούσε να τον δει, ούτε καν ως αύρα, κανείς δεν θα ‘ταν μαζί του εκτός από την Βάλια Κέντρου.
Aυτή.
Κρυμμένη πίσω από τα μαύρα γυαλιά της σ’ όλη τη διαδρομή, πάλευε να βγάλει απ΄το πρόσωπο τα μαλλιά που τα ΄κανε αλάνι-τουφάνι ο αέρας που τρύπωνε απ΄ τα παράθυρα, έξυνε αφηρημένη το γυμνό της γόνατο ανασηκώνοντας μια στάλα -και δυο, και τρεις- το ύφασμα που προσποιούνταν ότι το έκρυβε, άλλαζε τραγούδια όταν της φαινόταν παράταιρα με…
View original post 145 more words
Leave a Reply