Πολαρόιντ, εκεί στην ακτή των πολύ πρώιμων είκοσι. Ξαπλώνουμε στα μικρά βότσαλα, πέντε αγόρια, έξη κορίτσια – μπορεί κι εφτά, μη συνεργάσιμη μνήμη, πέρασε καιρός-. Γελάμε, μιλάμε, πίνουμε, ποθούμε, γελάμε κυρίως. Χωρίς μεζούρα. Ένας απ΄ όλους -ίσως ο πιο τολμηρός ή ο πιο απελπισμένος- αγγίζει με τα ακροδάχτυλα την πλάτη κάποιου κοριτσιού αργά, τελετουργικά σχεδόν, όχι αχόρταγα. Όπως αρμόζει σε δέρμα γυμνό. Το κορίτσι είναι ξαπλωμένο, μπρούμυτα. Δεν βλέπει ποιός, μόνο νιώθει. Το κορίτσι λέει λιγωμένα αλλά επιτακτικά “όποιος κι αν είσαι μη σταματάς” και οι αίφνης παρείσακτοι τρέξαμε στη θάλασσα, μπας και καταφέρουμε να σβήσουμε ο,τι σβηνόταν.
and them
Ξυπνητήρι το κύμα και η δροσιά απ’ την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Μακριά απ’ το σπίτι. Είναι νωρίς, ούτε εφτάμιση και ο ήλιος ήδη πληγώνει άσχημα. Κάποιες φορές είναι βάσανο ο ήλιος, το λέει κι ο ποιητής. Εκείνη σηκώνει το σεντόνι, φεύγει απ΄ το κρεβάτι, ήχος από νερό στο μπάνιο…
View original post 63 more words
Leave a Reply