Γιῶργος Ἰωάννου
Ὁμίχλη
ΕΝ ΞΕΡΩ πιὰ τί γίνεται μὲ τὴν ὁμίχλη κι ἂν ἐξακολουθεῖ νὰ πέφτει τόσο πηχτὴ ἢ μήπως χάθηκε ὁλότελα κι αὐτή, ὅπως ἡ πάχνη πάνω ἀπ’ τὰ πρωινὰ κεραμίδια. Βλέποντας τὴν παρθενικὴ πάχνη νὰ γυαλίζει παντοῦ, λέγαμε: «Εἶχε κρύο τὴ νύχτα» ἢ «τὰ λάχανα θὰ γίνουν μὲ τὴν πάχνη πιὸ γλυκά, πρέπει νὰ κάνουμε ντολμάδες».
Ὅταν ἐρχόταν ὁ καιρὸς τῆς ὁμίχλης, εἶχα πάντα τὸ νοῦ μου σ’ αὐτήν. Μέρα μὲ τὴ μέρα περίμενα νὰ μὲ σκεπάσει κι ἐγὼ νὰ χώνομαι ἀθέατος μέσα της. Θλιβόμουν ὅμως πολύ, ὅταν ἔπεφτε τὶς καθημερινές, τὴν ὥρα ποὺ βασανιζόμουν μὲ τὰ χαρτιὰ στὸ γραφεῖο. Παρακαλοῦσα νὰ κρατήσει ὣς τὸ βράδυ, συνήθως ὅμως γύρω στὸ μεσημέρι διαλυόταν ἀπὸ ἕναν ἥλιο ἰδιαίτερα δυσάρεστο.
Μά, καμιὰ φορά, ὅταν ξυπνώντας τ’ ἀπόγευμα, τὴν ὥρα ποὺ ἔλεγα ἂν θὰ πάω στὸ σινεμὰ ἢ στὸ καφενεῖο, ἔβλεπα ἀναπάντεχα ἀπ’ τὸ παράθυρο τὸ ἀπέραντο…
View original post 481 more words
Leave a Reply