<… Πήρες τον δρόμο, αλλά για πού και πώς;
Με μαστίγιο, ντουφέκι, μαχαίρι και φωτιά. Με μια αγκαλιά παιδιά.
Ποιό να σώσεις; Ποιό να δέσεις στην ποδιά σου; Ποιό να έχεις αγκαλιά…
Φορτώθηκες έναν μποξά και πήρες ό,τι άξιζε:
Την Παναγιά με τον Χριστό, εικόνα των προγόνων,
τραγούδια, νανουρίσματα, μύθους και ιστορίες.
Έβαλες την παράδοση ολόκληρη εκεί μέσα. Κι έφυγες.
Βρήκες έναν τόπο κι έμεινε όλη η φαμίλια.
Στο κρύο, στη βροχή.
Και τα παιδιά να κλαίνε για μια μπουκιά ψωμί.
Σκληρή δουλειά, ιδρώτας, μόχθος, κούραση…
Στήσατε το καλύβι σας και μείνατε εκεί.
Νέα πατρίδα, μα η παλιά τρώει τα σωθικά.
……
Έβγαλες απ’ το μπόγο σου όλα τα τιμαλφή:
Την Άγια εικόνα σου που την έστησες ψηλά
κι ένα καντήλι ταπεινό να κρέμεται μπροστά.
Και τα τραγούδια του καημού και της χαράς,
του πόνου και της λύπης του άγριου ξεριζωμού
συνόδευαν το δρέπανο, την τσάπα, τη σπορά,
το ντούκου-ντούκου τ’ αργαλειού, τη σκάφη και τη ρόκα.
………
Μάνα της Θράκης, μάνα του Πόντου, της Μικρασίας μάνα>
ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ, ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ, ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΣ ΜΑΝΑ

Leave a Reply