Ἀναστασία Κάτσικα
Τὸ δέρμα τοῦ σπιτιοῦ
ΤΑΝ ἕνα συνηθισμένο σπίτι.
Ψηλοτάβανο, μὲ μεγάλα παράθυρα, χωρὶς κῆπο μπροστά. Τρία σκαλιὰ τὸ χώριζαν ἀπὸ τὸ δρόμο ποὺ περνοῦσαν τὰ αὐτοκίνητα. Τρία σκαλιὰ καὶ δυὸ νεραντζιὲς φυτεμένες σὲ δυὸ τετράγωνα παρτέρια.
Ἦταν ἕνα εὐαίσθητο σπίτι.
Μάζευε ἢ ξεχείλωνε ἀνάλογα μὲ τὸν καιρὸ καὶ τὶς ἀνάγκες. Ἀποτραβιόταν ὅταν τὰ μηχανήματα τοῦ δρόμου κατάβρεχαν τὴν πρόσοψή του. Ἀγαποῦσε τὴ μαυρίλα τῆς πόλης ποὺ εἶχε καθίσει πάνω του σχηματίζοντας σκοῦρες κηλίδες.
Ἦταν ἕνα ζεστὸ σπίτι.
Ἵδρωνε πολύ το καλοκαίρι. Ἡ ταράτσα του γέμιζε ἀπὸ ὑγροὺς λεκέδες. Στέγνωναν μόνο μετὰ τὴν πανσέληνο τοῦ Αὐγούστου, τότε ποὺ τὸ φεγγάρι στεκόταν ὅλο το βράδυ πάνω του.
Ἦταν ἕνα μοναχικὸ σπίτι.
Στὴν πίσω αὐλὴ ἦταν σωριασμένα τὰ ἔπιπλα ἀπὸ φὲρ φορζὲ τῆς οἰκογένειας ποὺ ἦταν ἐξαφανισμένη ἀπὸ καιρό, παραδομένη σὲ…
View original post 332 more words
Leave a Reply