Ἀντελχάιντ Ντυβανέλ (Adelheid Duvanel)[Ἀφιέρωμα 4/11]
Τὸ καπέλο
(Der Hut)
ΟΥ ΚΑΣΠΑΡ δὲν τοῦ ἄρεσε καθόλου ὅταν ἡ ὁμίχλη ἔκρυβε τὶς κορυφὲς τῶν δέντρων καὶ ὁ ἄνεμος ἔκλεινε τῶν λουλουδιῶν τὸ στόμα, ἔτσι ποὺ τελικὰ ἀπέμεναν πεταμένα στὴ γῆ σὰν νεκρὰ πουλιά, τοῦ ἄρεσε ὅμως καὶ μὲ τὸ παραπάνω τὸ ἐκθαμβωτικὸ φῶς καθὼς διαχεόταν πάνω ἀπὸ τὶς κορυφὲς τῶν καμπαναριῶν, τὰ λικνιστικὰ κύματα τοῦ ποταμοῦ ὅπως ἕσφιγγαν πάνω τους τὶς κοιλιὲς τῶν πλοίων, τὸ διαπεραστικὸ τραγούδισμα τῶν πουλιῶν. Ὅταν ἦταν παιδί, ἢ τουλάχιστον ἔτσι τοῦ τὰ παρουσίαζε ἡ ἀνάμνηση, καθόταν σὲ ἕνα δωμάτιο καὶ ἔτρωγε, καὶ ἡ μητέρα του, στὸ κεφάλι τῆς ὁποίας δέσποζε ἕνα μεγάλο καπέλο, τὸν πλησίαζε κάθε τόσο γιὰ νὰ δεῖ ἂν τοῦ ἄρεσε τὸ φαγητό. Μερικὲς φορές, ὅταν σκοτείνιαζε, ὅταν σταματοῦσε τὸ τὶκ-τὰκ τοῦ ρολογιοῦ καὶ ὁ οὐρανὸς ἀπειλοῦσε νὰ γκρεμιστεῖ καὶ νὰ πέσει μέσα ἀπὸ τὸ παράθυρο, λευκὰ λουλούδια περνοῦσαν…
View original post 1,207 more words
Leave a Reply