Χαράλαμπος Κόκκινος
Ὁ κῆπος
ΟΥ ΕΙΧΑΝΕ ΜΙΛΗΣΕΙ γιὰ ἐκείνη τὴν περιοχή. Γιὰ ἕναν κῆπο διαφορετικό, μὲ πολλὰ μυστικά. Ἀφοῦ περιπλανήθηκε ἀρκετά, ἑστίασε τὸν βηματισμό του πρὸς τὸ μέρος του. Ὁ κῆπος βρισκόταν σὲ ἕνα ξέφωτο, μακριὰ ἀπὸ τὸ κέντρο τοῦ χωριοῦ. Πέρασε μπροστὰ ἀπὸ τὴν κεντρική του εἴσοδο. Σταμάτησε σὲ ἕνα ἀδιάφορο, σχεδὸν κρυφὸ καὶ ξεχασμένο, σημεῖο, ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερα προφυλαγμένος ἀπὸ τὰ ἀδιάκριτα βλέμματα, καὶ ἔστησε αὐτί. Ἔπεσε πάνω σε ἕναν καυγά. Ὁ πανσὲς φώναζε στὴ γαρδένια ποὺ δὲν τοῦ ἔδινε καμία σημασία. Ἡ γαρυφαλλιὰ καὶ τὸ γεράνι μπῆκαν στὴ μέση. Ὁ κατιφὲς χαμογελοῦσε συνωμοτικὰ στὸν χρυσάνθεμο. Τὸν προσκάλεσε στὸ παρτέρι του. Ἐκεῖνος, πῆρε μαζί του τὸν κυκλάμινο καὶ ἀποδέχτηκε τὴν πρόσκληση. Ὁ ἡλίανθος βρῆκε εὐκαιρία νὰ ἀνακτήσει τὴν πρωτοκαθεδρία. Πῆρε τὸ μέρος τῶν ἀδυνάτων, προσπαθώντας δῆθεν νὰ βάλει μιὰ τάξη. Ἡ ὥρα περνοῦσε. Στάθηκε καλύτερα γιατί ἀδημονοῦσε νὰ πιάσει κι ἄλλες τέτοιες στιγμές. Ἐδῶ, εἶχαν πάψει νὰ…
View original post 229 more words
Leave a Reply